- ἵππευσα
- ἵ̱ππευσα , ἱππεύωto be a horsemanaor ind act 1st sgἱππεύωto be a horsemanaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππεύω — ίππευσα 1. ανεβαίνω σε άλογο, πηγαίνω έφιππος. 2. φρ., «Iππεύω τον Πήγασο», ασχολούμαι με την ποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππεύσας — ἱππεύσᾱς , ἱππεύω to be a horseman aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεύσασα — ἱππεύσᾱσα , ἱππεύω to be a horseman aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππεύω — ιππεύω, ίππευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής